αμφίβια — Ομοταξία σπονδυλωτών στην οποία ανήκουν ζώα μικρού ή μεσαίου μεγέθους, που ζουν σε γλυκά νερά ή στην ξηρά, κοντά σε υδάτινα ρεύματα. Τα α. κατατάσσονται με βάση την εξωτερική διάρθρωση του σώματός τους σε δύο υφομοταξίες: τα αψιδοσπονδυλωτά και… … Dictionary of Greek
απήγανος — Πολυετές φυτό με αποξυλωμένη βάση και όψη μικρού θάμνου. Ανήκει στην οικογένεια των ρουτιδών που περιλαμβάνει είδη κυρίως των θερμών περιοχών, ξυλώδη και με έντονο άρωμα. Αυτοφυής σε ξηρούς πετρώδεις τόπους της μεσογειακής ζώνης, ο α. έχει φύλλα… … Dictionary of Greek
δίπλουρα — (diplura). Τάξη απτερυγωτών εντόμων που περιλαμβάνει τις καμποδέες και τις ιαπυγίδες. Τα δ. συγκαταλέγονται στις ατελέστερες τάξεις εντόμων. Έχουν μήκος 0,5 εκ., μακριές και λεπτές κεραίες, στοματικά όργανα βυθισμένα εν μέρει στο κεφάλι τους και… … Dictionary of Greek
ελλαδοθήριο — (helladotherium). Γένος καμηλοπαρδαλοειδών ζώων που έχει εκλείψει. Περιλάμβανε ζώα τα οποία χαρακτηρίζονταν από μακρύ κεφάλι, μέτριο ως προς το μήκος λαιμό και ισομήκη μπροστινά και πίσω πόδια. Απολιθωμένα λείψανά τους βρέθηκαν σε στρώματα της… … Dictionary of Greek
μονόχορδο — Αρχαίο όργανο που επινόησε ο Πυθαγόρας. Χρησιμεύει για να καθορίζουμε τις μαθηματικές σχέσεις των μουσικών ήχων. Αποτελείται από ένα μακρόστενο ορθογώνιο ηχείο πάνω στο οποίο βρίσκεται τεντωμένη μία χορδή μήκους ενός μέτρου. Τη χορδή αυτή… … Dictionary of Greek